Την Μεγάλη Παρασκευή λέγαμε στην Άρτα τους ακόλουθους στίχους για τα Πάθη του Χριστού, κρατώντας ένα καλάθι τυλιγμένο με μαύρη κορδέλα.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα, μεσ’ του Χριστού τον τάφο
Εκεί δένδρος δεν ήταν δένδρος εφανερώθη.
Ο δένδρος ήταν ο Χριστός, και ρίζα η Παναγία
Και αυτά τα ριζοκλώναρα ήταν η μαρτυρία
που μαρτυρούσε κι έλεγε του Ιησού Χριστού τα Πάθη:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστό, των Πάντων Βασιλέα
κι ο Κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι.
να λάβει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή Της
τα προσευχάς Της έκανε για τον Μονογενή Της
Φωνή της ήρθε εξ ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα
- Πάψε Κυρά μ' τις προσευχές, πάψε τις μετανοίες,
και τον Υιό Σου πιάσανε και στον χαλκιά Τον πάνε,
και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί Τον τριγυρνάνε.
- Χαλκιά, χαλκιά φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια,
κι εκείνος ο αντίχριστος κι ο τρισκαταραμένος
βαρεί και φτιάχνει τέσσερα βαρεί και φτιάχνει πέντε.
- Εσύ χαλκιά που τα ‘φκιάσες εσύ να μας διατάξεις.
- Εγώ παιδιά που τα φκιάσα, εγώ θα σας διατάξω.
Βάλτε του δυό στα πόδια του και τα άλλα δυό στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του,
να βγάλει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγωθεί.
Τρία σταμνιά της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία με ροδόσταμο για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της.
Ζητά μαχαίρι να σφαχτεί, φωτιά να πάει να πέσει,
ζητεί γκρεμνό να γκρεμνιστεί για τον Μονόγενή Της.
Κι από την πίκρα του Χριστού και από την φαρμακάδα
ο ήλιος αντραλεύτηκε κι αργεί να βασιλέψει,
Οι θάλασσες διαρρηγνύονται, τα δέντρα προσκυνάνε.
Λάβε κυρά μ’ υπομονή, λάβε κυρά μ’ ανάσα.
Το πως να λάβω υπομονή, το πως να λάβω ανάσα έχω Υιο Μονογενή, και εκείνον τον σταυρώνουν.
Όποιος λυπάται τον Χριστό, να πάει από κοντά του
Και κίνησαν και πήγαιναν οι πέντε οι γυναίκες,
η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Ιακώβου η μάνα,
και του Λαζάρου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Πήραν το δρόμο τον στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τους έβγαλε μπρος του ληστού την πόρτα
κι ηύραν την πόρτα του κλειστή και τα κλειδιά παρμένα
Και τα παραθυράκια της σφιχτά μανταλωμένα.
- Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
Για να ‘μπει μέσα η Παναγιά και να βρει τον Υιό της.
Κι η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της.
Βλέπει λαό αμέτρητο, που μετρημούς δεν έχει.
Τηρά ζερβά, τηρά δεξιά κανέναν δεν γνωρίζει,
τηρά και δεξιότερα βλέπει τον Άι Γιάννη.
«Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του Γιού Μου,
μην είδες τον Ιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;»
«Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμα για να Σου Τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, στο ξύλο σταυρωμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο.
Όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι.
Εκείνος είναι ο Γιόκας Σου και με διδάσκαλός μου»
Κι η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτούσε
-Δεν μου μιλάς παιδάκι Μου, δεν μου μιλάς Παιδί Μου;
-Τι να σου πω Μανούλα Μου, που διάφορο δεν έχεις,
σύρε μάνα μ' στο σπίτι μας και στην καλή την ώρα.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι,
όταν λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και εσύ μανούλα μου θα' χεις χαρές μεγάλες,
σημαίνει ο Θεός σημαίνει η γης, σημαίνουν τα Επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες,
βάλτε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι,
να γίνει μια παρηγοριά να βρίσκεται στον κόσμο.
Όποιος τ' ακούει σώζεται και όποιος τα λέει αγιάζει
κι όποιος το παρακουρμαστεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.